- γόνδολα
- η гондола
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γόνδολα — (gondola).Πλοιάριο με επίπεδο πυθμένα και ένα κουπί, χαρακτηριστικό της Βενετίας, όπου χρησιμοποιείται μόνο για τη μεταφορά ανθρώπων. Το κομψό σχήμα της σημερινής γ. καθιερώθηκε κατά τα μέσα του 19ου αι., έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις που… … Dictionary of Greek
γόνδολα — η (λ. ιταλ.), μακρόστενη βάρκα με ένα κουπί, που τη χρησιμοποιούν ως μεταφορικό μέσο στα κανάλια της Βενετίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκρατορίας, στιλ — Αισθητικό ρεύμα των αρχών του 19ου αι. Το σ.α. εμφανίζεται στη Γαλλία την εποχή των μεγάλων νικών του Ναπολέοντα και αντιστοιχεί χρονολογικά στη δεκαετία της πολιτικής του ακμής (1802 12). Νεοκλασικό στη βάση του, το στιλ αυτό επικρατεί στις… … Dictionary of Greek